Είναι κάτι μέρες που η ζωή είναι γλυκιά και όμορφη, που η μέρα δεν θέλω να τελειώσει, που νιώθω ευλογημένη και τυχερή που έχω όλα τα καλά του κόσμου στην αγκαλιά μου, και που το να είμαι μαζί με το παιδί μου και τον άντρα μου είναι το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο. Μέρες που το μυαλό μου είναι γεμάτο θετικές σκέψεις και που τίποτα και κανείς δεν μπορεί να με κάνει να πέσω στα πατώματα, μέρες που μόλις ανοίγω τα μάτια μου πετάγομαι πάνω με χαρά και ανυπομονησία για τις εκπλήξεις που μου επιφυλάσσει η ζωή, μέρες που η βροχή είναι ευκαιρία για τσαλαβούτημα και η λιακάδα ευκαιρία για βόλτες. Εκείνες οι μέρες που δεν θέλω να είμαι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από αυτό που είμαι, οι μέρες που “τα σύννεφα είναι βαμβάκι κι από σοκολάτα οι δράκοι”…
Αλλά είναι κι αυτές οι μέρες που ξυπνάω με το ταβάνι να μου πλακώνει την ψυχή, που ότι κι αν κάνω, ότι κι αν πω μου φαίνεται μισό και λίγο, που τίποτα δεν είναι αρκετό για να με κάνει να χαμογελάσω, που η συννεφιά μου φέρνει κατάθλιψη και ο ήλιος δυσφορία, που μου λείπουν τα παλιά και δεν βλέπω τα καινούργια, που μια κουβέντα φέρνει την καταστροφή και μια ματιά το τέλος…
Μέρες που κανείς και τίποτα δεν μπορεί να με σηκώσει απ’ τα βάραθρα που έχω ρίξει τον εαυτό μου, μέρες που είναι όλα μάταια και ξένα…
Για αυτές τις μέρες σου μιλώ, που είναι μαύρες σαν κοράκια και με κρατούν δεμένη απ’το λαιμό. Αυτές τις μέρες δεν τις θέλω, δεν τις αγαπώ. Κρατούν μαστίγιο, κι αγάπη δεν ξέρουν τι θα πει. Είναι γεμάτες απαιτήσεις και φορεμένα πρέπει και είναι πάντα τόσο μα τόσο ψυχαναγκαστικές. Δεν έχουν τίποτα να δώσουν. Μόνο να πάρουν θέλουν.
Δεν έρχονται πια συχνά είναι η αλήθεια, μιας και τις ξέρω τώρα και τις πολεμώ. Κι αν τύχει και με βρουν και με τσακώσουν, μένουν για λίγο κι ύστερα φεύγουν και εξαφανίζονται, μόλις τα δυο της χέρια μ’ αγκαλιάσουν και τα γλυκά της τα λόγια χαϊδέψουνε τα αυτιά μου : Σ’ΑΓΑΠΩ ΠΟΛΥ ΜΑΜΑ.